πλαδαρός

πλαδαρός
-ή, -ό / πλαδαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
(ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας
2. συνεκδ. (για πρόσ.) αυτός που έχει χαλαρές, μαλακές σάρκες («πλαδαρή γυναίκα»)
αρχ.
1. υγρός, νοτερός («πλαδαρὴ ἱδρῶτι κόμη», Ανθ. Παλ.)
2. ανίσχυρος, ασθενής («τὸ δὲ δόρυ πλαδαρὸν εἶναι», Πολ.)
3. (για γεύση) άνοστος («ἁλμυρὸν καὶ πικρὸν καὶ γλυκὺ καὶ ὀξὺ καὶ στρυφνὸν καὶ πλαδαρόν», Ιπποκρ.)
4. αδρανής.
επίρρ...
πλαδαρώς και -ά, Ν
(για ύφος λόγου) με πλαδαρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., που απαντά κυρίως σε κείμενα ιατρικά και εμφανίζει επίθημα -αρός, όπως και άλλα επίθ. που δηλώνουν αδυναμία ή χαλάρωση (πρβλ. κλαδ-αρός, λαπ-αρός, μαδ-αρός, χαλ-αρός). Παρλλ. με το πλαδαρός απαντούν οι τ. πλαδῶ και πλάδος (για το σύστημα αυτό, πρβλ. κλαδ-αρός: κλαδῶ: κλάδος, μαδαρός: μαδῶ: μάδος, ῥυπαρός: ῥυπῶ: ῥύπος). Από μορφολογική άποψη, η λ. θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με ορισμένους τ. με σημ. «κολυμπώ, πετώ» (πρβλ. λιθουαν. peldu «κολυμπώ», γερμ. flattern «φτερουγίζω, κυματίζω») ή «χύνω, ρέω» (πρβλ. λιθουαν. pilu «χύνω, γεμίζω»). Στην περίπτωση αυτή θα εντασσόταν στην ίδια οικογένεια με τους τ. πίμπλημι, πολύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλαδαρός — moist masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαρός — ή, ό χαλαρός, μαλακός: Πλαδαρές σάρκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαδαρά — πλαδαρός moist neut nom/voc/acc pl πλαδαρά̱ , πλαδαρός moist fem nom/voc/acc dual πλαδαρά̱ , πλαδαρός moist fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαρώτερον — πλαδαρός moist adverbial comp πλαδαρός moist masc acc comp sg πλαδαρός moist neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαρῶν — πλαδαρός moist fem gen pl πλαδαρός moist masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαρόν — πλαδαρός moist masc acc sg πλαδαρός moist neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαραῖς — πλαδαρός moist fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαραί — πλαδαρός moist fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαροῖς — πλαδαρός moist masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαροῖσι — πλαδαρός moist masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”